αποκόμβιον

αποκόμβιον
ἀποκόμβιον κ. -κόμπιον, το (Μ)
1. βαλάντιο, πουγγί
2. εκκλ. προσφορά (δινόταν μέσα σε μεταξωτό σακούλι που λεγόταν κομβίον).
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο-* + κομβίον < κόμβος «το πουγγί»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”